-
1 ανακαθαιρω
преимущ. med.1) очищать(τὰ μεταλλεῖα Plat.; τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν Polyb.; Αὐγίου βουστασίαν Luc.)
τῶν ὑπὸ πόδας τόπων ἀνακαθαιρομένων Plut. — когда внизу туман рассеялся;ἀνακαθαίρεσθαι λόγον Plat. — сказать что-л. для разъяснения вопроса, тщательно изложить2) изгонять(πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάσσης Plat.; τὰ περίοντα τοῦ πολέμου Plut.)